κουφό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουφό | τα | κουφά |
γενική | του | κουφού | των | κουφών |
αιτιατική | το | κουφό | τα | κουφά |
κλητική | κουφό | κουφά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουφό ουδέτερο
- (οικείο) κάτι το παράδοξο, εκπληκτικό, απίστευτο
- κάτσε να σου πω ένα κουφό
- μου είπε ένα κουφό
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κουφό