κουφότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουφότητα < αρχαία ελληνική κουφότης < κοῦφος, μορφολογικά αναλύεται κουφ- + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουφότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του κούφου, η ελαφρότητα, η επιπολαιότητα, η ματαιοδοξία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κούφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουφότητα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κουφ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)