κοφίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοφίνα οι κοφίνες
      γενική της κοφίνας των κοφινών
    αιτιατική την κοφίνα τις κοφίνες
     κλητική κοφίνα κοφίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοφίνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοφίνα < κοφίν(ι) + μεγεθυντικό επίθημα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοφίνα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοφίνα < κοφίν(ι), κοφίν(ιον) + μεγεθυντικό επίθημα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοφίνα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]