κοφίσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοφίσι < stockfish
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοφίσι ουδέτερο
- αποξηραμένο ψάρι (συνήθως μπακαλιάρος). Η ξήρανση γίνεται με τον αέρα (δλδ. όχι ωρίμανση με αλάτι)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοφίσι
|