κοχενίλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοχενίλη οι κοχενίλες
      γενική της κοχενίλης των κοχενιλών
    αιτιατική την κοχενίλη τις κοχενίλες
     κλητική κοχενίλη κοχενίλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοχενίλη < γαλλική cochenille < ισπανική cochinilla < cochino < cocho < coch
Λιγότερο πιθανό: < λατινικά coccinus ή < αρχαία ελληνικά κόκκινος < κόκκος.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοχενίλη θηλυκό

  1. (εντομολογία) σκαθάρι από το οποίο εξάγεται η χρωστική ουσία καρμίνιο, που χρησιμοποιείται στη βαφική, αρωματοποιία, ζαχαροπλαστική, ακόμα και στην αλλαντοποιία και γενικά σε πολλά συσκευασμένα προϊόντα με σήμανση Ε120 (μη καρκινογόνο)
  2. (κατ’ επέκταση χρώμα, χημεία) η καρμίνηκαρμίνι ή καρμίνιο)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.