κοχλάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοχλάζω < ελληνιστική κοινή κοχλάζω < αρχαία ελληνική καχλάζω[1] Δεν έχει ετυμολογική σχέση ο κοχλίας.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /koˈxla.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐χλά‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]κοχλάζω, αόρ.: κόχλασα (χωρίς παθητική φωνή)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοχλάζω | κόχλαζα | θα κοχλάζω | να κοχλάζω | κοχλάζοντας | |
β' ενικ. | κοχλάζεις | κόχλαζες | θα κοχλάζεις | να κοχλάζεις | κόχλαζε | |
γ' ενικ. | κοχλάζει | κόχλαζε | θα κοχλάζει | να κοχλάζει | ||
α' πληθ. | κοχλάζουμε | κοχλάζαμε | θα κοχλάζουμε | να κοχλάζουμε | ||
β' πληθ. | κοχλάζετε | κοχλάζατε | θα κοχλάζετε | να κοχλάζετε | κοχλάζετε | |
γ' πληθ. | κοχλάζουν(ε) | κόχλαζαν κοχλάζαν(ε) |
θα κοχλάζουν(ε) | να κοχλάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κόχλασα | θα κοχλάσω | να κοχλάσω | κοχλάσει | ||
β' ενικ. | κόχλασες | θα κοχλάσεις | να κοχλάσεις | κόχλασε | ||
γ' ενικ. | κόχλασε | θα κοχλάσει | να κοχλάσει | |||
α' πληθ. | κοχλάσαμε | θα κοχλάσουμε | να κοχλάσουμε | |||
β' πληθ. | κοχλάσατε | θα κοχλάσετε | να κοχλάσετε | κοχλάστε | ||
γ' πληθ. | κόχλασαν κοχλάσαν(ε) |
θα κοχλάσουν(ε) | να κοχλάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοχλάσει | είχα κοχλάσει | θα έχω κοχλάσει | να έχω κοχλάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κοχλάσει | είχες κοχλάσει | θα έχεις κοχλάσει | να έχεις κοχλάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κοχλάσει | είχε κοχλάσει | θα έχει κοχλάσει | να έχει κοχλάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοχλάσει | είχαμε κοχλάσει | θα έχουμε κοχλάσει | να έχουμε κοχλάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κοχλάσει | είχατε κοχλάσει | θα έχετε κοχλάσει | να έχετε κοχλάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοχλάσει | είχαν κοχλάσει | θα έχουν κοχλάσει | να έχουν κοχλάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κοχλάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)