κοχλάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοχλάζω < ελληνιστική κοινή κοχλάζω < αρχαία ελληνική καχλάζω[1] Δεν έχει ετυμολογική σχέση ο κοχλίας.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koˈxla.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐χλά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κοχλάζω, αόρ.: κόχλασα (χωρίς παθητική φωνή)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κοχλάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)