κοχλάκισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /koˈxla.ci.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐χλά‐κι‐σμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοχλάκισμα ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κοχλακίζω, χοχλακίζω, χοχλακιάζω
- → και δείτε τη λέξη κοχλάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοχλάκισμα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)