κοψιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοψιά οι κοψιές
      γενική της κοψιάς των κοψιών
    αιτιατική την κοψιά τις κοψιές
     κλητική κοψιά κοψιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοψιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοψιά θηλυκό

  1. το κόψιμο, η πληγή που δημιουργεί το κόψιμο
  2. κατατομή, όψη, προφίλ ή ανφάς, ενός αντικειμένου ή ατόμου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]