κούκλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κούκλος < αρσενικό του κούκλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κούκλος αρσενικό

  1. (σπάνιο) κούκλα με μορφή αρσενικού
  2. πολύ όμορφος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]