κούκουδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κούκουδο τα κούκουδα
      γενική του κούκουδου των κούκουδων
    αιτιατική το κούκουδο τα κούκουδα
     κλητική κούκουδο κούκουδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κούκουδο < μεσαιωνική ελληνική κουκούδι(ν) < αρχαία ελληνική κόκκος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κούκουδο ουδέτερο

  1. κόκκος, κουκούτσι
    Απέθεσε στον πάγκο την ολόλευκη βαμβακερή μαξιλαροθήκη που χρησιμοποιούσε ως σακούλι συλλογής κάπαρης κάθε χρόνο, ώστε να μην ιδρώνουν και συγκαίονται τα κούκουδα. (Γ. Μακριδάκης, Αντί Στεφάνου, 2015)
  2. (Κρήτη και άλλα νησιά) οι πρώτες ελιές που πέφτουν στο έδαφος από τον αέρα, πριν ξεκινήσει το κανονικό μάζεμα
  3. (Κρήτη) Το σταφύλι
  4. (Χίος) οι συμπυκνωμένες σταγόνες ή αλλιώς τα «δάκρυα» του μαστιχόδεντρου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]