κούλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κούλης οι κούληδες
      γενική του κούλη των κούληδων
    αιτιατική τον κούλη τους κούληδες
     κλητική κούλη κούληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κούλης < (άμεσο δάνειο) αγγλική coolie < από λέξη ινδικής καταγωγής που σημαίνει ημερομίσθιος εργάτης ή σκλάβος < τουρκική köle

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κούλης αρσενικό

  1. αχθοφόρος στη νοτιοανατολική Ασία
    οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρι (Νίκος Καββαδίας, Cambay’s water)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]