Μετάβαση στο περιεχόμενο

κούμαρο

Από Βικιλεξικό
ώριμα και άγουρα κούμαρα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κούμαρο τα κούμαρα
      γενική του κούμαρου των κούμαρων
    αιτιατική το κούμαρο τα κούμαρα
     κλητική κούμαρο κούμαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κούμαρο < μεσαιωνική ελληνική κούμαρον < κόμαρον < αρχαία ελληνική κόμαρος (θηλυκό) (<κόμη(;))

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κούμαρο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • αυτός είναι για τα κούμαρα (:για όποιον φτάνει αργά και έχει τελειώσει το γεύμα κάποιας εκδήλωσης, επειδή τα κούμαρα είναι νόστιμα αλλα δύσπεπτα και δεν τα καταναλώνει κανείς)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]