Μετάβαση στο περιεχόμενο

κούρβα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κούρβα οι κούρβες
      γενική της κούρβας
    αιτιατική την κούρβα τις κούρβες
     κλητική κούρβα κούρβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κούρβα < μεσαιωνική ελληνική κούρβα < σλαβικής προέλευσης курва < πρωτοσλαβική *kury < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kowr- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κούρβα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κούρβα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κούρβα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κούρβα θηλυκό

  1. πόρνη, πρόστυχη γυναίκα
     συνώνυμα: ξηβιλλίστρα, βιλλοκαταλίστρα, ορόσπα, οροσπού, πουτάνα, πολιτιτζή, σαρμούττα, σπαστριτζή
  2. στροφή του δρόμου

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κούρβα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κούρβα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κούρβα θηλυκό


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κούρβα < (άμεσο δάνειο) λατινική curva ή πιθανότερα (άμεσο δάνειο) πρωτοσλαβική kourăva

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κούρβα θηλυκό

  • πόρνη
      14ος αιώνας, Στέφανος Σαχλίκης, Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη, στίχ. 824 (824-825) @anemi.lib.uoc.gr
    Καὶ τότε ἡ Ποθοτσουτσουνιά, ἡ κούρβα ψωλοπόθα,
    ἐμάνισεν, ἠγέρθηκεν, ἤρχησε νὰ φωνιάζῃ·
    Αφήγησις παράξενος /Stefanos Sahlikis i evo stihotborenie ; iszlbdovanie S. D. Papadimitriu, (επιμ.), Odessa :typ. Ekonomitseskaja, 1896.
     συνώνυμα: πολιτική

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]