κούριερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κούριερ < αγγλική courier < αγγλονορμανδική courrier < παλαιά γαλλική coreor < corir (τρέχω) / corre < λατινική currere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος curro < πρωτοϊταλική *korzō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱers- (τρέχω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈku.ɾi.eɾ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κούριερ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κούριερ αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]