κούριερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κούριερ < αγγλική courier < αγγλονορμανδική courrier < παλαιά γαλλική coreor < corir (τρέχω) / corre < λατινική currere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος curro < πρωτοϊταλική *korzō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱers- (τρέχω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κούριερ ουδέτερο άκλιτο
- ταχυδρομική ή μεταφορική εταιρεία ή υπηρεσία που μεταφέρει (σε σύντομο χρονικό διάστημα) δέματα ή γράμματα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κούριερ αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο άκλιτο
- (επάγγελμα) υπάλληλος ταχυδρομικής ή μεταφορικής εταιρείας ή υπηρεσίας που μεταφέρει (σε σύντομο χρονικό διάστημα) δέματα ή γράμματα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κούριερ
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλονορμανδικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)