κούρμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κούρμπα θηλυκό
η καμπή, το κύρτωμα του τροχού, της καμάρας κ.α.
κούρμπα θηλυκό
η καμπή, το κύρτωμα του τροχού, της καμάρας κ.α.