κράκερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κράκερ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κράκερ < αγγλική cracker

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkɾa.ceɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρά‐κερ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κράκερ αρσενικό / ουδέτερο άκλιτο

  1. (ουδέτερο) (τρόφιμο) είδος τραγανού σνακ
  2. (αρσενικό ή θηλυκό) (πληροφορική) άτομο που αποπειράται να αποκτήσει πρόσβαση σε υπολογιστικά συστήματα με σκοπό να τα βλάψει ή και να τα καταστρέψει
    Συνελήφθη και φυλακίστηκε ο Έλληνας κράκερ που παραβίαζε υπολογιστικά συστήματα ξένων διωκτικών αρχών.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]