κράκερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈkɾa.ceɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρά‐κερ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κράκερ αρσενικό / ουδέτερο άκλιτο
- (ουδέτερο) (τρόφιμο) είδος τραγανού σνακ
- (αρσενικό ή θηλυκό) (πληροφορική) άτομο που αποπειράται να αποκτήσει πρόσβαση σε υπολογιστικά συστήματα με σκοπό να τα βλάψει ή και να τα καταστρέψει
- Συνελήφθη και φυλακίστηκε ο Έλληνας κράκερ που παραβίαζε υπολογιστικά συστήματα ξένων διωκτικών αρχών.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κράκερ
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)