κράλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κράλης | οι | κράληδες |
γενική | του | κράλη | των | κράληδων |
αιτιατική | τον | κράλη | τους | κράληδες |
κλητική | κράλη | κράληδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κράλης < μεσαιωνική ελληνική κράλης < σλαβικής προέλευσης краљ (βασιλιάς) < πρωτοσλαβική *kõrľь < παλαιά άνω γερμανική Karl < πρωτογερμανική *karilaz (ελεύθερος άνθρωπος) [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkɾa.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρά‐λης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κράλης αρσενικό
- (ιστορία) τίτλος βασιλιά διαφόρων λαών της ανατολικής Eυρώπης (όπως των Σέρβων)
- ※ 18ος αιώνας ⌘ Καισάριος Δαπόντες στο Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, 3, σελ.46
- τοὺς ἐπροσκύνησαν οἱ Οὗγγροι, καὶ ἐκορώνιασαν τὸν Τέκελην διὰ κράλην τῆς Οὑγγαρίας·
- ※ 18ος αιώνας ⌘ Καισάριος Δαπόντες στο Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, 3, σελ.46
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κράλης
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Reconstruction:Proto-Slavic/*kõrľь στο αγγλικό Βικιλεξικό
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κράλης, λέξη του 11ου αιώνα < σλαβικής προέλευσης краљ (βασιλιάς) + -ης < πρωτοσλαβική *kõrľь < παλαιά άνω γερμανική Karl < πρωτογερμανική *karilaz (ελεύθερος άνθρωπος) [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κράλης αρσενικό (θηλυκό κράλιτσα ή κράλαινα)
- (τίτλος) βασιλιά της ανατολικής Ευρώπης (συνήθως των Σέρβων)
- ※ 16ος αιώνας ⌘ Ζωτικός Παρασπόνδυλος, Διήγησις […] ό γέγονε εν τόπῳ Bάρνας […], C 412, επιμ. G. Moravcsik
Κλιτικοί τύποι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Reconstruction:Proto-Slavic/*kõrľь στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
[επεξεργασία]- κράλης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κράλης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα 18ου αιώνα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ης (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)