κράτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κράτηση οι κρατήσεις
      γενική της κράτησης* των κρατήσεων
    αιτιατική την κράτηση τις κρατήσεις
     κλητική κράτηση κρατήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρατήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κράτηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κράτησις < αρχαία ελληνική κρατέω < κράτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kret- (διορατικότητα, δύναμη)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkɾa.ti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρά‐τη‐ση
τονικό παρώνυμο: κρατήσει

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κράτηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

|}