κράτιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κράτιστος η κράτιστη το κράτιστο
      γενική του κράτιστου της κράτιστης του κράτιστου
    αιτιατική τον κράτιστο την κράτιστη το κράτιστο
     κλητική κράτιστε κράτιστη κράτιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κράτιστοι οι κράτιστες τα κράτιστα
      γενική των κράτιστων των κράτιστων των κράτιστων
    αιτιατική τους κράτιστους τις κράτιστες τα κράτιστα
     κλητική κράτιστοι κράτιστες κράτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κράτιστος < αρχαία ελληνική κράτιστος, υπερθετικός βαθμός του κρατύς < κράτος (δύναμη)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkɾa.ti.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρά‐τι‐στος

Επίθετο[επεξεργασία]

κράτιστος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κράτιστος κρατίστη τὸ κράτιστον
      γενική τοῦ κρατίστου τῆς κρατίστης τοῦ κρατίστου
      δοτική τῷ κρατίστ τῇ κρατίστ τῷ κρατίστ
    αιτιατική τὸν κράτιστον τὴν κρατίστην τὸ κράτιστον
     κλητική ! κράτιστε κρατίστη κράτιστον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κράτιστοι αἱ κράτισται τὰ κράτιστ
      γενική τῶν κρατίστων τῶν κρατίστων τῶν κρατίστων
      δοτική τοῖς κρατίστοις ταῖς κρατίσταις τοῖς κρατίστοις
    αιτιατική τοὺς κρατίστους τὰς κρατίστᾱς τὰ κράτιστ
     κλητική ! κράτιστοι κράτισται κράτιστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κρατίστω τὼ κρατίστ τὼ κρατίστω
      γεν-δοτ τοῖν κρατίστοιν τοῖν κρατίσταιν τοῖν κρατίστοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κράτιστος < κράτ(ος) (δύναμη) + -ιστος [1]

Επίθετο[επεξεργασία]

κράτιστος, -η, -ον

  • μεμονωμένος υπερθετικός βαθμός του κρατύς
    1. ο δυνατότεος, ο καλύτερος
    2. (Χρειάζεται επεξεργασία)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]