κράτος εν κράτει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κράτος εν κράτει < κράτος, πρόθεση ἐν & δοτική ενικού της λέξης κράτος: κράτει (κράτος μέσα σε κράτος) Δείτε και το λατινικό imperium in imperio. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
κράτος εν κράτει (μονοτονική γραφή της έκφρασης κράτος ἐν κράτει)
- ανεξάρτητο κράτος που βρίσκεται μέσα στην επικράτεια κάποιου μεγαλύτερου
- (μεταφορικά) ομάδα που έχει αποκτήσει δύναμη και συμπεριφέρεται σαν αυτόνομη εξουσία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κράτος εν κράτει
|