κράτος εν κράτει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κράτος εν κράτει < κράτος, πρόθεση ἐν & δοτική ενικού της λέξης κράτος: κράτει (κράτος μέσα σε κράτος) Δείτε και το λατινικό imperium in imperio. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

κράτος εν κράτει (μονοτονική γραφή της έκφρασης κράτος ἐν κράτει)

  1. ανεξάρτητο κράτος που βρίσκεται μέσα στην επικράτεια κάποιου μεγαλύτερου
  2. (μεταφορικά) ομάδα που έχει αποκτήσει δύναμη και συμπεριφέρεται σαν αυτόνομη εξουσία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]