κρήμνισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρήμνισμα τα κρημνίσματα
      γενική του κρημνίσματος των κρημνισμάτων
    αιτιατική το κρήμνισμα τα κρημνίσματα
     κλητική κρήμνισμα κρημνίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρήμνισμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κρήμνισμα < κρημνίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkɾi.mni.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρή‐μνι‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρήμνισμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη γκρεμός & αρχαία ελληνική κρημνός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • «κρημνίζω & κρήμνισμα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρήμνισμα < (ελληνιστική κοινή) κρημνίζω, θέμα κρημνισ- + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρήμνισμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]