κρίνε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈkɾi.ne/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρί‐νε
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κρίνε αρσενικό
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κρίνε