κρίνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρίνομαι, παθητική φωνή του ρήματος κρίνω
Ρήμα[επεξεργασία]
κρίνομαι
- με κρίνουν, με κατατάσσουν, με αξιολογούν
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρίνομαι
|