κρίνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κρίνος | οι | κρίνοι |
γενική | του | κρίνου | των | κρίνων |
αιτιατική | τον | κρίνο | τους | κρίνους |
κλητική | κρίνε | κρίνοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρίνος < μεσαιωνική ελληνική κρίνος < αρχαία ελληνική κρίνον
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρίνος αρσενικό
- (βοτανική) ποώδες διακοσμητικό φυτό του γένους Lilium, με κατάλευκα και μυρωδάτα άνθη
- (βοτανική) το άνθος του φυτού αυτού