κρίνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρίνος οι κρίνοι
      γενική του κρίνου των κρίνων
    αιτιατική τον κρίνο τους κρίνους
     κλητική κρίνε κρίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρίνος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κρίνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρίνον με μεταπλασμό σε ουδέτερο [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkɾi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρί‐νος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρίνος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «κρίνο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.