κρίταμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρίταμο | τα | κρίταμα |
γενική | του | κρίταμου | των | κρίταμων |
αιτιατική | το | κρίταμο | τα | κρίταμα |
κλητική | κρίταμο | κρίταμα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρίταμο < ελληνιστική κοινή κρίθμον / κρίθμος / κρῆθμον / κρῆθμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρίταμο ουδέτερο
- (φυτό) ποώδες φυτό (Crithmum maritimum: κρίθμον το παράλιο), της οικογένειας των σελινοειδών, με βρώσιμες ή / και θεραπευτικές ιδιότητες, που φυτρώνει συνήθως σε παραθαλάσσιες περιοχές της Ελλάδας αλλά και Ευρώπης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κρίταμο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρίταμο