κρασοκανάτας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɾa.so.kaˈna.tas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρα‐σο‐κα‐νά‐τας

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρασοκανάτας οι κρασοκανάτες
      γενική του κρασοκανάτα
    αιτιατική τον κρασοκανάτα τους κρασοκανάτες
     κλητική κρασοκανάτα κρασοκανάτες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κρασοκανάτας < κρασοκατάτ(α) + -άς [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κρασοκανάτας αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
κρασοκανάτας: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

κρασοκανάτας θηλυκό

Αναφορές

[επεξεργασία]