κρατήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾaˈti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρα‐τή‐σει
τονικό παρώνυμο: κράτηση

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κρατήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κρατώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρατώ
  3. θα κρατήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρατώ