κρατήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɾaˈti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρα‐τή‐σει
- τονικό παρώνυμο: κράτηση
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κρατήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κρατώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρατώ
- θα κρατήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρατώ