Μετάβαση στο περιεχόμενο

κρατίδιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρατίδιο τα κρατίδια
      γενική του κρατίδιου
& κρατιδίου
των κρατίδιων
& κρατιδίων
    αιτιατική το κρατίδιο τα κρατίδια
     κλητική κρατίδιο κρατίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρατίδιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κρατίδιο ουδέτερο

  • μικρό κράτος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]