κρατητήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρατητήριο < από το ρήμα κρατώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρατητήριο ουδέτερο
- ο χώρος στα αστυνομικά τμήματα όπου κρατούνται προσωρινά οι κρατούμενοι