κρατητήριο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρατητήριο < από το ρήμα κρατώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρατητήριο ουδέτερο
- ο χώρος στα αστυνομικά τμήματα όπου κρατούνται προσωρινά οι κρατούμενοι