κρατικοδίαιτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κρατικοδίαιτος, -η, -ο
- (μειωτικό) κάποιος (πρόσωπο, φορέας, επιχείρηση κ.λπ.) που αποκτά το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του από την οικονομική σχέση του με το κράτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρατικοδίαιτος