κρατικοποιημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρατικοποιημένος η κρατικοποιημένη το κρατικοποιημένο
      γενική του κρατικοποιημένου της κρατικοποιημένης του κρατικοποιημένου
    αιτιατική τον κρατικοποιημένο την κρατικοποιημένη το κρατικοποιημένο
     κλητική κρατικοποιημένε κρατικοποιημένη κρατικοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρατικοποιημένοι οι κρατικοποιημένες τα κρατικοποιημένα
      γενική των κρατικοποιημένων των κρατικοποιημένων των κρατικοποιημένων
    αιτιατική τους κρατικοποιημένους τις κρατικοποιημένες τα κρατικοποιημένα
     κλητική κρατικοποιημένοι κρατικοποιημένες κρατικοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρατικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κρατικοποιώ

Μετοχή[επεξεργασία]

κρατικοποιημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]