κρατικοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρατικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κρατικοποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
κρατικοποιημένος, -η, -ο
- που έχει κρατικοποιηθεί, του οποίου η κυριότητα έχει μεταφερθεί στο κράτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρατικοποιημένος