κρατισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρατισμός οι κρατισμοί
      γενική του κρατισμού των κρατισμών
    αιτιατική τον κρατισμό τους κρατισμούς
     κλητική κρατισμέ κρατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρατισμός < κράτος + -ισμός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική étatisme

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρατισμός αρσενικό

  • η πεποίθηση ότι το κράτος αναλαμβάνει το ρόλο εγγυητή της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης και είναι, εν γένει, το καταλληλότερο μέσο επίλυσης προβλημάτων και συγκρούσεων στο εσωτερικό μιας χώρας

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]