κρατούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]κρατούμαι
- με κρατούν σε αστυνομικό τμήμα
- Οι ύποπτοι κρατούνται και ανακρίνονται
- (όχι για έμψυχα) καπαρώνομαι, παραγγέλλομαι, με κρατούν για το μέλλον, κρατιέμαι
- Οι θέσεις σας κρατούνταν μέχρι πριν από δύο ώρες, αλλά χάσατε τη διορία και τις διαθέσαμε σε άλλους ενδιαφερόμενους
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κρατούμαι | κρατούμουν | θα κρατούμαι | να κρατούμαι | κρατούμενος | |
β' ενικ. | κρατείσαι | κρατούσουν | θα κρατείσαι | να κρατείσαι | ||
γ' ενικ. | κρατείται | κρατούνταν | θα κρατείται | να κρατείται | ||
α' πληθ. | κρατούμαστε | κρατούμασταν κρατούμαστε |
θα κρατούμαστε | να κρατούμαστε | ||
β' πληθ. | κρατείστε | κρατούσασταν κρατούσαστε |
θα κρατείστε | να κρατείστε | κρατείστε | |
γ' πληθ. | κρατούνται | κρατούνταν | θα κρατούνται | να κρατούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κρατήθηκα | θα κρατηθώ | να κρατηθώ | κρατηθεί | ||
β' ενικ. | κρατήθηκες | θα κρατηθείς | να κρατηθείς | κρατήσου | ||
γ' ενικ. | κρατήθηκε | θα κρατηθεί | να κρατηθεί | |||
α' πληθ. | κρατηθήκαμε | θα κρατηθούμε | να κρατηθούμε | |||
β' πληθ. | κρατηθήκατε | θα κρατηθείτε | να κρατηθείτε | κρατηθείτε | ||
γ' πληθ. | κρατήθηκαν κρατηθήκαν(ε) |
θα κρατηθούν(ε) | να κρατηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κρατηθεί | είχα κρατηθεί | θα έχω κρατηθεί | να έχω κρατηθεί | κρατημένος | |
β' ενικ. | έχεις κρατηθεί | είχες κρατηθεί | θα έχεις κρατηθεί | να έχεις κρατηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κρατηθεί | είχε κρατηθεί | θα έχει κρατηθεί | να έχει κρατηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κρατηθεί | είχαμε κρατηθεί | θα έχουμε κρατηθεί | να έχουμε κρατηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κρατηθεί | είχατε κρατηθεί | θα έχετε κρατηθεί | να έχετε κρατηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κρατηθεί | είχαν κρατηθεί | θα έχουν κρατηθεί | να έχουν κρατηθεί |