κρατούντες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρατούντες < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρατούντες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  • οι κυβερνώντες, αυτοί που έχουν την εξουσία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]