κραχ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κραχ < (λόγιο δάνειο) γερμανική Krach (γδούπος, θόρυβος από τρίξιμο, τριγμός)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κραχ ουδέτερο άκλιτο
- η ραγδαία πτώση των τιμών στο χρηματιστήριο, η οποία σημειώνεται αιφνίδια εξαιτίας οικονομικών και πολιτικών γεγονότων που προκαλούν αστάθεια και πανικό
- η αιφνιδιαστική κατάρρευση μιας επιχείρησης με μεγάλη οικονομική δύναμη