κρεμαγιέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεμαγιέρα οι κρεμαγιέρες
      γενική της κρεμαγιέρας
    αιτιατική την κρεμαγιέρα τις κρεμαγιέρες
     κλητική κρεμαγιέρα κρεμαγιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρεμαγιέρα < γαλλική crémaillère

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρεμαγιέρα θηλυκό

  • ο μηχανισμός, το σύστημα με το οποίο στρίβουν οι τροχοί στα οχήματα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]