κρεμανταλάδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρεμανταλάδικος < κρεμανταλάς + -άδικος
Επίθετο[επεξεργασία]
κρεμανταλάδικος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που έχει τον τρόπο του κρεμανταλά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρεμανταλάδικος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του κρεμανταλάς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κρεμώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρεμανταλάδικος
|