κρεμιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρεμιέμαι: παθητική φωνή του ρήματος κρεμώ
Ρήμα
[επεξεργασία]κρεμιέμαι
- παθητική φωνή του ρήματος κρεμώ
- πιάνομαι από κάποιο ψηλό σημείο χωρίς τα πόδια μου να πατούν κάπου
- (μεταφορικά) εξαρτώμαι σε υπερβολικό βαθμό
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κρεμιέμαι | κρεμιόμουν(α) | θα κρεμιέμαι | να κρεμιέμαι | ||
β' ενικ. | κρεμιέσαι | κρεμιόσουν(α) | θα κρεμιέσαι | να κρεμιέσαι | ||
γ' ενικ. | κρεμιέται | κρεμιόταν(ε) | θα κρεμιέται | να κρεμιέται | ||
α' πληθ. | κρεμιόμαστε | κρεμιόμαστε κρεμιόμασταν |
θα κρεμιόμαστε | να κρεμιόμαστε | ||
β' πληθ. | κρεμιέστε | κρεμιόσαστε κρεμιόσασταν |
θα κρεμιέστε | να κρεμιέστε | κρεμιέστε | |
γ' πληθ. | κρεμιούνται | κρεμιόνταν(ε) κρεμιούνταν κρεμιόντουσαν |
θα κρεμιούνται | να κρεμιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κρεμάστηκα | θα κρεμαστώ | να κρεμαστώ | κρεμαστεί | ||
β' ενικ. | κρεμάστηκες | θα κρεμαστείς | να κρεμαστείς | κρεμάσου | ||
γ' ενικ. | κρεμάστηκε | θα κρεμαστεί | να κρεμαστεί | |||
α' πληθ. | κρεμαστήκαμε | θα κρεμαστούμε | να κρεμαστούμε | |||
β' πληθ. | κρεμαστήκατε | θα κρεμαστείτε | να κρεμαστείτε | κρεμαστείτε | ||
γ' πληθ. | κρεμάστηκαν κρεμαστήκαν(ε) |
θα κρεμαστούν(ε) | να κρεμαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κρεμαστεί | είχα κρεμαστεί | θα έχω κρεμαστεί | να έχω κρεμαστεί | κρεμασμένος | |
β' ενικ. | έχεις κρεμαστεί | είχες κρεμαστεί | θα έχεις κρεμαστεί | να έχεις κρεμαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κρεμαστεί | είχε κρεμαστεί | θα έχει κρεμαστεί | να έχει κρεμαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κρεμαστεί | είχαμε κρεμαστεί | θα έχουμε κρεμαστεί | να έχουμε κρεμαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κρεμαστεί | είχατε κρεμαστεί | θα έχετε κρεμαστεί | να έχετε κρεμαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κρεμαστεί | είχαν κρεμαστεί | θα έχουν κρεμαστεί | να έχουν κρεμαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κρεμασμένος - είμαστε, είστε, είναι κρεμασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κρεμασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κρεμασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κρεμασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κρεμασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κρεμασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κρεμασμένοι |