κρεμώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κρεμώδης | η | κρεμώδης | το | κρεμώδες |
γενική | του | κρεμώδους | της | κρεμώδους | του | κρεμώδους |
αιτιατική | τον | κρεμώδη | την | κρεμώδη | το | κρεμώδες |
κλητική | κρεμώδη(ς) | κρεμώδης | κρεμώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κρεμώδεις | οι | κρεμώδεις | τα | κρεμώδη |
γενική | των | κρεμωδών | των | κρεμωδών | των | κρεμωδών |
αιτιατική | τους | κρεμώδεις | τις | κρεμώδεις | τα | κρεμώδη |
κλητική | κρεμώδεις | κρεμώδεις | κρεμώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρεμώδης < κρέμα + -ώδης ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική creamy)
Επίθετο
[επεξεργασία]κρεμώδης, -ης, -ες
- που έχει την υφή της κρέμας
- ※ Το ταψί έχει βγει από το φούρνο και περιμένει αχνιστό στο φορμάικα τραπέζι. Η κρεμώδης σάρκα του τρεμουλιάζει κάτω από το τραγανό φύλλο. Όμως δεν πρέπει να το αγγίξει κανείς. Ποιός κανείς; Ο μόνος κανείς εδώ είναι ο Τ. κι απαγορεύεται να φάει το γαλακτομπούρεκο. Πρέπει πρώτα να κρυώσει για να το κόψει η γυναίκα μ'ένα παλιό κουζινομάχαιρο. (Revue le courage n°2, Les salauds, εκδ. Grasset, 2016)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κρέμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώδης (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)