κρεούργημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρεούργημα τα κρεουργήματα
      γενική του κρεουργήματος των κρεουργημάτων
    αιτιατική το κρεούργημα τα κρεουργήματα
     κλητική κρεούργημα κρεουργήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρεούργημα < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κρεούργημα. Μορφολογικά αναλύεται σε κρεουργώ, κρεουργη- + -μα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾeˈuɾ.ʝi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρε‐ούρ‐γη‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρεούργημα[1] ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. λήγουν σε -κρεούργημα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρεούργημα < αρχαία ελληνική κρεουργῶ (-έω), κρεουργη- + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρεούργημα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κρεουργός

Πηγές[επεξεργασία]