κρηναίοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

κρηναίοι

  1. κρηναίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. κρηναίος, στην κλητική του πληθυντικού