κρηπίδωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρηπίδωμα < κρηπίς + -ωμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρηπίδωμα ουδέτερο
- βάση πάνω στην οποία στηρίζεται ένα οικοδόμημα, κτίσμα ή μια μηχανή
- η αποβάθρα στους σιδηροδρομικούς σταθμούς
- το ακριανό κομμάτι της προκυμαίας