κριθάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κριθάρι τα κριθάρια
      γενική του κριθαριού των κριθαριών
    αιτιατική το κριθάρι τα κριθάρια
     κλητική κριθάρι κριθάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κριθάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κριθάριν < ελληνιστική κοινή κριθάριον < αρχαία ελληνική κριθή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾiˈθa.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρι‐θά‐ρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κριθάρι ουδέτερο

  1. (φυτό) φυτό που ανήκει στα δημητριακά (επιστημονική ονομασία Hordeum vulgare)
  2. (τρόφιμο) ο καρπός του φυτού αυτού

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]