κριθαρένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κριθαρένιος | η | κριθαρένια | το | κριθαρένιο |
γενική | του | κριθαρένιου | της | κριθαρένιας | του | κριθαρένιου |
αιτιατική | τον | κριθαρένιο | την | κριθαρένια | το | κριθαρένιο |
κλητική | κριθαρένιε | κριθαρένια | κριθαρένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κριθαρένιοι | οι | κριθαρένιες | τα | κριθαρένια |
γενική | των | κριθαρένιων | των | κριθαρένιων | των | κριθαρένιων |
αιτιατική | τους | κριθαρένιους | τις | κριθαρένιες | τα | κριθαρένια |
κλητική | κριθαρένιοι | κριθαρένιες | κριθαρένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κριθαρένιος
- παρασκευασμένος από κριθάρι / κριθάλευρο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- κριθαρίσιος
- κριθικός (αρχαια ελληνικά)
- κρίθινος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κριθάρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κριθαρένιος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κριθαρένιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας}
Πηγές[επεξεργασία]
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ένιος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)