κριθαρίσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κριθαρίσιος | η | κριθαρίσια | το | κριθαρίσιο |
γενική | του | κριθαρίσιου | της | κριθαρίσιας | του | κριθαρίσιου |
αιτιατική | τον | κριθαρίσιο | την | κριθαρίσια | το | κριθαρίσιο |
κλητική | κριθαρίσιε | κριθαρίσια | κριθαρίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κριθαρίσιοι | οι | κριθαρίσιες | τα | κριθαρίσια |
γενική | των | κριθαρίσιων | των | κριθαρίσιων | των | κριθαρίσιων |
αιτιατική | τους | κριθαρίσιους | τις | κριθαρίσιες | τα | κριθαρίσια |
κλητική | κριθαρίσιοι | κριθαρίσιες | κριθαρίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kri.θaˈri.sços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρι‐θα‐ρί‐σιος
Επίθετο[επεξεργασία]
κριθαρίσιος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κριθάρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κριθαρίσιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίσιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)