κρικέλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρικέλι | τα | κρικέλια |
γενική | του | κρικελιού | των | κρικελιών |
αιτιατική | το | κρικέλι | τα | κρικέλια |
κλητική | κρικέλι | κρικέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρικέλι < μεσαιωνική ελληνική κρικέλλι(ν) (ορθογραφική απλοποίηση[1]) < ελληνιστική κοινή κρικέλλιον < κρίκελλος < λατινική circellus < circulus < circus < αρχαία ελληνική κίρκος / κρίκος (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker- (λυγίζω, κάμπτω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρικέλι ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κρικέλα
- κρικελωτός
- → δείτε τη λέξη κρίκος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρικέλι
|
- ↑ κρικέλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)