κρινένιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρινένιος η κρινένια το κρινένιο
      γενική του κρινένιου της κρινένιας του κρινένιου
    αιτιατική τον κρινένιο την κρινένια το κρινένιο
     κλητική κρινένιε κρινένια κρινένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρινένιοι οι κρινένιες τα κρινένια
      γενική των κρινένιων των κρινένιων των κρινένιων
    αιτιατική τους κρινένιους τις κρινένιες τα κρινένια
     κλητική κρινένιοι κρινένιες κρινένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρινένιος < κρίν(ο) + -ένιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾiˈne.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρι‐νέ‐νιος

Επίθετο[επεξεργασία]

κρινένιος, -α, -ο [1]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κρινένιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)