κριντζάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κριντζάρισμα < κριντζάρ(ω) + -ισμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κριντζάρισμα ουδέτερο
- (νεολογισμός, νεανική αργκό) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κριντζάρω