κρι-κρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρι-κρι < ηχομιμητική λέξη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρι-κρι ουδέτερο άκλιτο
- ο αίγαγρος της Κρήτης, το άγριο κατσίκι που ζει κατά κοπάδια στα βουνά της Κρήτης, έχει μεγάλα τοξωτά κέρατα κι αποτελεί προστατευόμενο είδος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρι-κρι
|