κροκέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κροκέτα | οι | κροκέτες |
γενική | της | κροκέτας | των | κροκετών |
αιτιατική | την | κροκέτα | τις | κροκέτες |
κλητική | κροκέτα | κροκέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κροκέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική crocchetta < γαλλική croquette < croquer < croc
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κροκέτα θηλυκό
- (γαστρονομία) σφαιρικό παρασκεύασμα από πατάτα (σε πουρέ) ψάρι, κρέας ή κιμά, πασπαλισμένο με τριμμένη φρυγανιά και τηγανισμένο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)